- ὑπερδέξιος
- ὑπερδέξιοςlying above one on the right handmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερδέξιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α [δεξιός] 1. αυτός που βρίσκεται δεξιά και ψηλότερα από κάτι άλλο («εἶχον ὑπερδέξιον χωρίον... χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾱς... ποταμόν», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται ψηλότερα (α. «λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων», Πολ. β.… … Dictionary of Greek
υπερδεξιός — ά, ό, Ν [δεξιός] αυτός που έχει πολύ συντηρητικές πολιτικές ή κοινωνικές αντιλήψεις, άκρως δεξιός («υπερδεξιό δημοσιογραφικό όργανο») … Dictionary of Greek
υπερδεξιός — ά, ό αυτός που ανήκει στην άκρα δεξιά πολιτική παράταξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερδεξιώτατον — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc acc superl sg ὑπερδέξιος lying above one on the right hand neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδέξιον — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem acc sg ὑπερδέξιος lying above one on the right hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδεξιώτερα — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδεξίοις — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδεξίοισι — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδεξίου — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδεξίους — ὑπερδέξιος lying above one on the right hand masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)